- μπαίγνιο
- το посмешище;
γίνομαι το μπαίγνιο τού κόσμου — стать всеобщим посмешищем
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γίνομαι το μπαίγνιο τού κόσμου — стать всеобщим посмешищем
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαίγνιο — το (Μ μπαίγνιο) περίγελος («με τα καμώματά του έγινε μπαίγνιο τού κόσμου») νεοελλ. (για πρόσ.) αφελής άνθρωπος που εύκολα εξαπατάται, κορόιδο («ποιον λυπάσαι κι έχεις έγνοια τώρα πού πιες το κρασί; / τους ανθρώπους που ναι μπαίγνια» Ζερβ.).… … Dictionary of Greek
μπερλίνα — I Ατιμωτική ποινή που χρησιμοποιήθηκε από τον Μεσαίωνα έως τον περασμένο αιώνα. Περιλάμβανε την έκθεση του κατάδικου στα μάτια του πλήθους, σε μία τοποθεσία που κι αυτή ονομαζόταν μ. Ο τρόπος εκτέλεσης της μ. ποίκιλλε κατά τόπο και χρόνο, αλλά… … Dictionary of Greek
(μ)παίγνιο — το κορόιδο, περίγελος: Έγινε το μπαίγνιο του χωριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γέλασμα — το 1. το γέλιο. 2. εξαπάτηση, πλάνη. 3. κορόιδο, μπαίγνιο, περίγελος: Ήταν το γέλασμα του σχολείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπερλίνα — η (λ. γερμ.) 1. παιχνίδι που παίζεται κυρίως σε φιλικές συγκεντρώσεις. 2. μτφ., κορόιδο, περίγελο, μπαίγνιο: Με έκαναν μπερλίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)